διαδίδομαι

διαδίδομαι
διαδίδομαι, διαδόθηκα, δια(δε)δομένος βλ. πίν. 187
——————
Σημειώσεις:
διαδίδομαι : η μτχ. διαδεδομένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο ( αυτός που γνωρίζει μεγάλη διάδοση, π.χ. διαδεδομένη άποψη, συνήθεια κτλ.).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβγαίνω — Ν (αμτβ.) 1. εξέρχομαι, βγαίνω κάπου για πρώτη φορά («πότε πρωτοβγήκε από το σπίτι ο μικρός;») 2. (για καρπούς, προϊόντα) παράγομαι ή εκτίθεμαι για πώληση για πρώτη φορά 3. (για λόγο) κοινολογούμαι, διαδίδομαι ως φήμη για πρώτη φορά 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • αναχέω — ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω) μσν. ανασκάπτω, καταστρέφω αρχ. ενεργ. 1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα 2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο 3. (μέσ., ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι …   Dictionary of Greek

  • απέρχομαι — (AM ἀπέρχομαι) 1. φεύγω, απομακρύνομαι 2. πεθαίνω μσν. 1. προχωρώ 2. περιοδεύω 3. εκστρατεύω αρχ. 1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον 3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» σταμάτα τα δάκρυα,… …   Dictionary of Greek

  • δίειμι — (Α) [είμι] 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί 2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι 3. διαφεύγω 4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος) 5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι 6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”